Ημερολόγιο 2012 : Πατρίδα μου Μικρά Ασία

Οι πρόσφυγες

Δελφίνι

«Από κει, απ’ αντίκρυ ξεκίνησαν κ’ ήρθαν όλοι τούτοι οι ψαράδες κ’ οι ναυτικοί μια φαρμακωμένη μέρα. Φουκαράδες κι ανεμαλλιάρηδες ήρθαν, με την ψυχή στο στόμα, ξυπόλητοι κι αγριεμένοι. Μέσα στα τρομαγμένα μάτια τους κρατούσαν την κόκκινη αντιλαμπή από μια πλατιά πυρκαγιά. Ήρθαν με το μαύρο βρακί ανατραβηγμένο μέσα στο μαλλένιο ζουνάρι, φορούσαν στο κεφάλι τις βαριές «κατσούλες» από βελούδο ξεφτισμένο.
Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, και τα κύματα φούσκωναν μολύβια, δίχως να σπάνουν, σαν φάνηκαν οι βάρκες τους νά ’ρχουνται. Μπρόβαλαν ξαφνικά μες από την αντάρα. Έπηξε η θάλασσα από ένα κοπάδι καΐκια, που σκαμπανέβαζαν με κόπο πάνω στα μουγγά κύματα κι όλο κόντευαν, έτσι μαζωμένα.
Με τα κουπιά ερχόντανε και με τα πανιά και κάτι ψαρόβαρκες, κάτι παλιοφελούκες, πλέβανε με δυσκολία και τραμπαλίζονταν πάνω στην ακροθάλασσα, μ’ ένα σεντόνι, μ’ ένα γυναικείο ρούχο σηκωμένο για πανί. Σίμωναν ολοένα και πολεμούσαν να πιάσουν το λιμάνι με κοντοβόλτες. Απ’ έξω, στο μόλο, μαζεύτηκαν ένα πλήθος χωριανοί. Κοίταζαν, περίμεναν ν’αρπάξουν τον κάβο, να δώσουν ένα χέρι. Ένα μουρμουρητό βούιζε ανάμεσα στο πλήθος που περίμενε:
- Οι πρόσφυγοι… οι πρόσφυγοι…
Ο λόγος γύριζε από στόμα σε στόμα, καθένας τον έλεγε στον άλλο για να τον ακούσει ο ίδιος. Το κοπάδι οι βάρκες όλο και σίμωναν, κόσμος πολύς φαινόταν στοιβαγμένος μέσα, όμως πιο πολύ βάραινε η σιωπή που σήκωναν τούτα τα καΐκια.
Ένα – ένα άρχισαν να μπαίνουν στο πόρτο, τα πανιά μαϊνάραν, από μέσα πετούσανε σκοινιά κ’ οι χωριανοί δένανε κάβο να πλευρίσουν στο μόλο...... Έβγαιναν ανάκατοι άντρες, γυναίκες, μωρά. Τα πρόσωπά τους ήταν άπλυτα, χαλκοπράσινα, τα δόντια σφιχτά, κλειδωμένα. Κοιτούσαν γύρω με κόκκινα μάτια πρησμένα από την αγρύπνια. Είχανε τους λαβωμένους τους μαζί, βγάλανε και κάτι σκοτωμένους, ανάμεσά τους ήταν ένα παλικάρι με ξανθό γενάκι, πολύ νέο και μια γυναίκα. Το μάγουλό της ήταν σκισμένο, το σαγόνι δεμένο με άσπρη μαγουλίκα και τα μάτια στυλωμένα, ολάνοιχτα προς τον ουρανό. Κατάμαυρα μάτια......
Μια γριά, μόλις βγήκε στο μόλο έκανε μετάνοια, γονάτισε. Χάιδεψε το χώμα με τα ξερά της χέρια, φίλησε χάμου τη γης κ’ έκλαψε με δυνατή κραξιά σαν αγριοπούλι. Τότες πολλοί άρχισαν να κλαίνε γύρω της».
(Η Παναγιά η Γοργόνα –Στρατής Μυριβήλης)

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Μικρασιατών
της Σκάλας Λουτρών Λέσβου

The refugees

Ημερολόγιο 2010 Δελφίνι

All of them, fishermen, sailors and everyday people came with their souls wrecked that bitter day back in 1922. They looked dishevelled, feeling angry, scared, hopeless. They were barefoot and flames were still reflected in their desperate eyes, those flames from the exterminating fire of their hometown. All of them in their boats that cloudy afternoon, rowing on the heavy waves - some others having their sails set up or even a woman’s dress or a sheet - those threatening waves that mirrored their inner wrath and insecurity.
The boats side by side like a flock of terrified sheep struggled to escape the bad weather conditions and moor safely on the docks. A crowd of villagers gathered ashore watching them anxiously, waiting to catch the ropes and help the newcomers murmuring at the same time, “the refugees..., the refugees...”. Their words went from mouth to mouth but in a way as if they were trying to convince themselves. As the boats approached one could make out the crowded people, their lips sealed with a heavy silence. That sort of silence that speaks louder than millions of words! They finally threw the ropes, the villagers helped them moor and the wretched crowd started getting out.
Men, women, little children all of them with their copper–green faces blazing with desperation and their eyes swollen with sleeplessness. There were also some wounded people carried along and even some dead bodies brought with the rest of them. Among the dead were a fair-haired youth and a woman whose cheek had been gashed, her dark eyes wide open, seeming to gaze at the sky. An old lady, just after coming out from the little wooden boat, dropped on her knees, caressed and then kissed the ground and in the end she let out a cry like a croak of a wild fowl. It was just then that many people started weeping around her.
Stratis Mirivilis

The Board of Directors of the Association of people
from Asia Minor in Skala Loutron of Lesvos

Για την πατρίδα μου τη Μικρά Ασία

Δελφίνι

Σαν τον καπνό που βγαίνει από τη φωτιά π’ άναψε κανένας φτωχός ψαράς σε κάποιο ρημονήσι, και σε λίγο σβύνει και χάνεται απάνω από το πέλαγο, έτσι έσβυσες κ εσύ και πας, πατρίδα μου Μικρή Ασία.
Αφού το λοιπόν, ένα τέτοιο ακατάλυτο και χιλιοριζωμένο δέντρο ξεριζώθηκε και μαράθηκε και ξεράθηκε και αποκαρβούνιασε κι έλυωσε ολότελα, θα πεί πως έτσι θα χαθεί μιαν ημέρα κι ολάκερος ο κόσμος. Από τον καιρό που ήσουνα ακόμα ζωντανή, ακουγόσουνα στον κόσμο σαν κάποιο παραμύθι. Και τώρα πια που πέθανες, γίνηκες αγιασμένη Εδέμ κι αζύγωτος Παράδεισος για τα παιδιά σου, που κάθουνται παραπονεμένα κι ορφανεμένα «απέναντι του παραδείσου της τρυφής».
Η κληρονομιά μας πήγε σε άλλους, τα σπίτια μας ρημάξανε, ορφανοί γινήκαμε, δεν έχουμε πια πατέρα, οι μανάδες μας είναι σαν χήρες. Φαίνεται πως αμαρτήσανε οι πατεράδες μας, φουρτούνα ξέσπασε στα κεφάλια μας. Οι αρχόντοι μας φτωχέψανε, οι όμορφές μας ασχημήνανε, οι σπουδασμένοι μας μαραζώσανε, οι γερόντοι μας χαθήκανε, οι νηοί μας γεράσανε. Έλειψε η χαρά από την καρδιά μας, ο γάμος μας γύρισε σε θλίψη, έπεσε το στεφάνι από την κεφαλή μας.
Πλην εσύ ζεις και τα χρόνια σου δεν μετριούνται σαν τα χρόνια του πεθαμένου, παρά σαν του ζωντανού. Γιατί στάθηκες η κιβωτός η πνευματική, το κατοικητήριο Εκεινού που έχει τα εφτά πνεύματα του Θεού, κι Εκεινού, που βαστά τα εφτά αστέρια στο δεξί χέρι του, και που περπατά ανάμεσα στα εφτά λυχνάρια τα χρυσά.
Να, μέσα σε τούτο το βιβλίο είναι αποθησαυρισμένα λιγοστά από τα ακριβά πετράδια που στολίζουνε την άφθαρτη στολή σου, νύφη αγέραστη, χαρά της ανθρωπότητας. Από τον καιρό που πρωτοταίριαξε τα πρώτα ποιητικά λόγια ο άνθρωπος, στολίστηκες κι εσύ με τα πρώτα δροσερά πνευματικά λουλούδια, τότε που γλυκοχάραζε η ζωή πίσω από τα αρχαία βουνά σου, Ανατολή Ανατολών, Εφτάφωτη λυχνία, Μήτρα όπου έδωσες σάρκα στον τυφλό που μας έμαθε να βλέπουμε τον ωραίον κόσμο, εμάς πώχουμε μάτια. Εσύ γέννησες το δράκο της Έφεσος, παιδί σου στάθηκε και το κλειδωμένο στόμα της Σάμος, τα αγιασμένα στερνοπαίδια σου κηρύξανε την ελπίδα στον απελπισμένο τον κόσμο. Ποια μάνα άλλη γέννησε κι ανάθρεψε το Θεό, που επήρε κορμί κι έγινε άνθρωπος; Σ’ εσένα γίνηκε αυτό το φριχτό μυστήριο, από εσένα ανάτειλε τ’ άστρο τ’ αβασίλευτο, ο άρχοντας της ειρήνης, ο πρωτότοκος της αθανασίας. Κι από τα δικά σου τα παιδιά πρωτοδιάλεξε την αγγελική του δορυφορία, και δικό σου αίμα πρωτοράντισε τα θεμέλια της καινούργιας Ιερουσαλήμ, που δεν θα σαλευτούνε στον αιώνα. Η Ταρσός έβγαλε τον Παύλο, το εξαίσιο τέρας, η Αντιόχεια τον Ιγνάτιο, που έθρεψε τα λιοντάρια με εκατόν χρονών αγιασμένα κόκκαλα, η Σμύρνη τον Πολύκαρπο και τον Βουκόλο, η Έφεσος τον Τιμόθεο, η Πέργαμος τον Αντύπα. Από την κάθε πολιτεία σου βγήκανε πλήθος άνθρωποι άγιοι, Πατέρες, μάρτυρες, όσιοι, και γινήκανε σαν ένα σύννεφο αστραφτερό, που σε περισκέπασε με τη δόξα του.
Δέξου τα λοιπόν, σεβάσμια μητέρα, τούτα τα φτωχά λόγια από ένα τιποτένιο τέκνο σου, ύστερα από τόσα μεγάλα που σε τιμήσανε. Άμποτε να ξεκουραζότανε το κορμί μου στο απέραντο πλάτος σου, παρά νάμαι ζωντανός μακρυά σου, δίχως να βρίσκω παρηγοριά. «Ίνα τι ουκ απέθανον εν μήτρα, και ουκ εγένετό μοι η μήτηρ μου τάφος μου; Ίνα τι εξήλθον εκ μήτρας, του βλέπειν κόπους και πόνους, και διετέλεσαν εν αισχύνη αι ημέραι μου;».

Πρόλογος από το βιβλίο «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία 1764-1856»
του κ. Αθαν. Δ. Χατζηδήμου

My homeland Minor Asia

Δελφίνι

Like the smoke coming up from a fisherman’s fire on an isolated little island which is scattered by the wind, in the very same way you – my beloved homeland Minor Asia – died out. If it is possible for such a thousand-year-old tree to wither and wilt that means it is also possible for the whole world to come to an end. Since the time you were alive you sounded like a fairy tale to the whole world and when you were dead you became the holy Eden and an unapproachable paradise to all your orphan children who can only watch you from the opposite side.
Our heritage went to others, our houses were laid waste, we all became orphans without a father and our mothers are like widows. We seem as if we suffer a great sin coming from our fathers’ time. Our lords became poor and miserable, our beautiful ladies lost their looks, our educated people wasted away, our old men and women were done for and our young people became old. Our marriage turned out to be sorrow. All the joy left our hearts and we stand still with no future. But you remain alive in our souls and we don’t count the years that have passed since your death but feel as if you are alive, because you have been the spiritual ark where God finds shelter. Here in this book some of your most valuable precious stones are store. Those precious stones adorn your dress. From the time when man met the grandeur of poetry you were decorated with spiritual flowers of beauty. It was just then that life rose behind your ancient mountains.
All the universal values have risen in your arms. Saints, holy persons and even God were given birth within your territory. St. Paul came from Tarsus, Ignatius from Antiochia (Antakya), Polycarpus from Smyrna, Timothy from Ephesus, Antypas from Pergamon. So you, holy mother, accept those poor words from one of your insignificant children after all those important personalities who have offered honor to you. I hope my dead body will sometime find rest in your great territory, since I find neither peace nor consolation now that I live far away.

Fotis Kontoglou






ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - Σμύρνη

Δελφίνι

Η Σμύρνη, συνδεδεμένη συνειρμικά με την τραγωδία του 1922, έχει ταυτιστεί στην κοινή νεοελληνική συνείδηση με τη θριαμβευτική κορύφωση και το οδυνηρό τέλος του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας. Στην καταστροφή της όμορφης πόλης αποτυπώνεται το μαρτύριο ολόκληρου του μικρασιατικού Ελληνισμού. Η εξαιρετική γεωγραφική θέση της καθόρισε την τύχη της καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία της. Απόληξη των χερσαίων δρόμων του εμπορίου της δυτικής Μικράς Ασίας και από τα σημαντικότερα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου ήταν μητροπολιτικό κέντρο ήδη από τον 17ο αιώνα. Η εντυπωσιακή, όμως, οικονομική άνθηση, που γνώρισε κατά τον 19ο και τον πρώιμο 20ο αιώνα και η συνακόλουθη κοινωνική εξέλιξη ήταν αυτές, οι οποίες συντέλεσαν αποφασιστικά στη δημιουργία του θρύλου της Σμύρνης των νεότερων χρόνων.
Οι κάτοικοί της, χωρίς τα προάστια, έφθαναν τους 270.000 από τους οποίους οι 140.000 ήταν Έλληνες. Ακολουθούσαν οι Τούρκοι (80.000), οι Εβραίοι (30.000), οι Ευρωπαίοι (15.000) και οι Αρμένιοι (12.000). Το διαπολιτισμικό της ύφος, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της, αλλά κυρίως η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου με αξιοζήλευτο επίπεδο εκπαίδευσης, πλήθος συλλόγων, φιλανθρωπικών οργανώσεων και ιδρυμάτων, εντυπωσιακή εκδοτική παραγωγή, ανεπτυγμένο αθλητισμό, αξιόλογη θεατρική κίνηση με συνεκτική δύναμη την ορθόδοξη εκκλησία, έκανε τη Σμύρνη μη αγαπητή στους τούρκικους πληθυσμούς και διαμόρφωσε σταδιακά το προσωνύμιο «Γκιαούρ Ισμίρ», δηλαδή «άπιστη Σμύρνη».
Για το τραγικό τέλος της, πολλοί ξένοι και Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες θα περιγράψουν σκηνές φρίκης μετά τις μέρες της πυρκαγιάς και θα εκφράσουν αβάσταχτη οδύνη και αποστροφή για τις βιαιοπραγίες που είδαν. Χαρακτηριστικά μαρτυρεί ο Αμερικανός πρόξενος Τζόρτζ Χόρτον: «Μια από τις πιο ζωντανές εντυπώσεις που πήρα μαζί μου φεύγοντας απ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της καταισχύνης πως ανήκα στο ανθρώπινο γένος»…

JANUARY - Smyrna

Δελφίνι

Smyrna, inextricably linked with the tragedy of 1922, has become identified in the common neo-Hellenic conscience with the triumphant culmination and the agonizing end of the dream of the Great Idea. The ordeal of the Greek population of Asia Minor is reflected in the obliteration of this beautiful city. Its advantageous geographical position determined its fortune throughout its lengthy history. It was the point to which the merchant roads of western Asia Minor led and a key port of the eastern Mediterranean.
Smyrna was already a metropolitan centre as early as the 17th century. However, the decisive factors in the creation of the legend of Smyrna of the recent years were its impressive economic prosperity in the 19th and early 20th centuries and the social development that followed. Its population, excluding the suburbs, was around 270.000, 140.000 of which were Greeks, 80.000 Turks, 30.000 Jews, 15.000 other Europeans, and 12.000 Armenians. The intercultural style of the city, its cosmopolitan character, the predominance of the Greek population most of whom possessed an enviable level of education, the numerous societies, charities, and institutions, a booming literary production, athletics and a love of drama and the theatre, along with the orthodox church as a binding power all made Smyrna undesirable among the Turkish populations, and gradually gained the nickname “Giaour Ismir, which means “infidel Smyrna”.
Concerning Smyrna’s tragic end, many Greek and foreign eyewitnesses describe scenes of horror following the days of the fire and express unbearable pain and repulsion for all the violence they witnessed. Says American consul George Horton, “One of the most vivid impressions I carried with me as I left Smyrna was the feeling of utmost shame for belonging to the human race...”






ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - Kυδωνίες (Αϊβαλί)

Δελφίνι

Από τις νεότερες πόλεις της Μικράς Ασίας, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί) ιδρύθηκαν στο τέλος περίπου του 16ου αιώνα από κατοίκους της Λέσβου οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερους όρους διαβίωσης. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν οι άποικοι όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός, η ανάπτυξη όμως της πόλης υπήρξε ραγδαία και από τα μέσα του 18ου αιώνα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και την πνευματική ζωή της περιοχής, πράγμα που αποδίδεται κυρίως στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης από την οθωμανική διοίκηση.
Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό γύρω στις 30.000 στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης του 1821, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, το δεύτερο μετά τηΣμύρνη στη Μικρά Ασία, καταστράφηκε από τον τουρκικό στρατό που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου του 1821.
Κατά τον αιώνα από την επανεγκατάσταση ως τη Μικρασιατική καταστροφή, η βιοτεχνία, το εμπόριο και η ναυτιλιακή δραστηριότητα παρουσιάζουν ραγδαία ανάπτυξη, ενώ άνθιση παρουσιάζει και η πνευματική ζωή του τόπου. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών που κατάγονται από τις Κυδωνίες, γνωστότεροι από τους οποίους ήταν οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Στρατής Δούκας κ.α..
Το 1922-23 το σύνολο των Ελλήνων εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι κυρίως από την Κρήτη, στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών. Σήμερα η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο της περιοχής και πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους της εξακολουθούν να μιλούν Ελληνικά, ενώ πολλά τούρκικα τεμένη είναι πρώην ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες.

FEBRUARY - Ayvalik

Δελφίνι

One of the newer cities of Asia Minor, Kidonies (Ayvali) was founded towards the end of the 16th century by the inhabitants of Lesvos who had abandoned their homeland looking for better living conditions. The number of the first settlers is unknown, but the city’s development was rapid and since the mid-18th century it played a vital role in the economic and cultural life of the area, something which can be attributed mainly to the privileges that the Christian population of the city enjoyed, granted to them by the Ottoman rule of the time.
Kidonies, with a Greek population of around 30.000 in the days nearing the Greek revolution of 1821, being one of the greatest economic and cultural centres of the subjugated Greeks, second only after Smyrna in Asia Minor, was destroyed by the Turkish army which invaded the city on June 2nd , 1821. In the century that followed, and up until the destruction of Asia Minor, commerce, shipping activity and small industries displayed remarkable development, while the city’s cultural life flourished as well. There is a great number of scholars and clergymen who hail from Kidonies, the most well-known being Fotis Kontoglou, Elias Venezis, and Stratis Doukas.
In the years 1922-1923, and as a part of the exchange of populations, the entire Greek population left its homeland and was replaced by Muslims mainly from Crete. Today the city is a commercial centre of the area, and many of its more senior citizens still speak Greek, while many of the Turkish temples were formerly Greek Orthodox churches.






ΜΑΡΤΙΟΣ - Τα Μοσχονήσια

Δελφίνι

«Τα νησιά πού ’ναι σκορπισμένα μπροστά στο χερσόνησο, ανάμεσα στη μεγάλη στεριά και στη Μυτιλήνη, μετριούνται ίσαμε τριάντα. Ο Στράβωνας λέγει πως είναι είκοσι απάνω-κάτω, γιατί τα μικρότερα δεν τα λογαριάζει για νησιά. Ο Τιμοσθένης τ’ ανεβάζει σε σαράντα.Οι αρχαίοι τα λέγανε Εκατόννησα, δηλαδή Απολλόννησα. «Εκατόννησοί εισίν, οίον Απολλόννησοι, Έκατος γαρ Απόλλων.»
Σήμερα τα λένε Μοσκονήσια, ίσως από τ’ όνομα ενούς κουρσάρου Μόσκου, που λημέριαζε απάνω τους ποιος ξέρει πότε. Το πιο μεγάλο είναι το καθεαυτού Μοσκονήσι, που μπαίνει ανάμεσα στο χερσόνησο και στη στεριά και σφαλά το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού, όπως είπαμε αρχήτερα. Εξόν απ’ αυτό, χωριό δε βρίσκεται σε κανένα άλλο.
Κατά το βορινό πέλαγο, μέσα στον κόρφο τ’ Αδραμυτιού, βρίσκουνται τα παρακάτω νησιά:
1 Κρομμυδονήσι, κολλητό στο Μοσκονήσι...
2 Δασκαλειό, ανοιχτά απ’ το Κρομμυδονήσι, σα χελώνα...
3 Κοκκινονήσι.
4 Σεφέρι, όλο χώμα, βορινά από το χωριό του Μοσκονησιού.
5 Κώδωνας ή Του Κοντού, πετραδερό.
6 Κόπανος, ανατολικά από το νησί του Κοντού…
7 Κάλαμος, πολύ μικρό, οι νησώτες ρίχνανε τα κόκκαλα κεινών που βρουκολακιάζανε.
8 Πετρούσι.
9 Σκλαβονήσι, πετραδερό όπως και το Πετρούσι.
10 Γκιουμουσλί ή Ασημόνησο, φουντωμένο από λιόδεντρα…
11 Άγιος Γιώργης το Ψηφί, μ’ ένα μικρό μοναστήρι… 12 Άγιος Νικόλας, μικρούτσικο, χωμένο μέσα στον κόρφο του μεγάλου νησιού.
13 Ούλια, αρχαία Ιουλία...
Οι Μοσκονησιώτες ήτανε θαλασσινοί φημισμένοι και ταξιδεύανε στη Ρουμανία και πλουτίζανε πολύ. Στα Μοσκονήσια σκαρώνανε καΐκια και καράβια και τόσο φημισμένοι καραβομαραγκοί ήτανε, που τους παίρνανε και δουλεύανε σε ξένους ταρσανάδες, στη Μυτιλήνη, στη Σύρα, στην Πόλη και στο Παρθένι της Μαύρης Θάλασσας.»

Φώτης Κόντογλου "Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου"

MARCH - Moschonisia

Δελφίνι

“The islands that are spread in front of the peninsula, between the grand land and Mytilene, are about thirty. Stravon says that they are about twenty, as he does not count the smaller islands as such. Timosthenes however counts up to forty islands. Ancient Greeks used to call them Ekatonissa, that is, Apollonissa—“They are Ekatonissi, which means Apollonissi, as Ekatos is Apollo”.
Today they are called Moschonisia, possibly from the name of a pirate named Moskos, who used to have his hideout there. The largest island is Moschnisi itself, which enters the peninsula and the land and closes the narrow entrance of Ayvalik, as we have mentioned before. Apart from that one, there is no village on the other islands.
In the direction of the northern sea, inside the Adramiti gulf, the following islands are situated:
1. Kromidonisi, just near Moschonisi,
2. Daskalio, in the open sea nearMoschonisi, resembling a turtle,
3. Kokinonisi
4. Seferi, only dirt, north to the village of Moschonisi,
5. Kodonas or Tou Kontou, with stones,
6. Kopanos, east to the island of Kontou,
7. Kalamos, very small, where the residents of the islands used to throw away the bones of the dead people who became ghosts,
8. Petrousi,
9. Sklavonisi, with stones, similar to Petrousi,
10. Gioumousli or Asimoniso, full of olive trees,
11. Agios Giorgis to Psifi, with a small monastery,
12. Agios Nikolas, a tiny island, deep in the gulf of the big island,
13. Ulia, ancient Julia. The people of Moschonisia were famous sailors, and used to travel to Romania and earn much money. In Moschonisia they used to make ships and big boats and they were so famous as ship makers that they were invited to work in other places as ship makers: Mytilene, Syra, Poli (Istanbul), and in Partheni of the Black Sea”.

Fotis Kontoglou "Ayvalik, my homeland"






ΑΠΡΙΛΙΟΣ - Πέργαμος

Δελφίνι

Ιστορική πόλη της Μικράς Ασίας, πρωτεύουσα του βασιλείου της Περγάμου, κτισμένη στην εύφορη κοιλάδα της Τευθρανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Σελινούντα και Κήτειο, παραποτάμους του Κάϊκου ποταμού.
Το όνομά της κατά μία παράδοση, το οφείλει στον Πέργαμο, γιο του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης. Όνομα που σημαίνει ισχυρό φρούριο. Η ιστορία της πόλης ουσιαστικά αρχίζει το 301 π.χ., όταν ο Λυσίμαχος, ένας από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου, εμπιστεύθηκε στο διοικητή της Περγάμου Φιλέταιρο Τιανό, 9.000 τάλαντα προς φύλαξη. Αυτόν διαδέχθηκε ο Λυσίμαχος και εν συνεχεία ο Φιλέταιρος έως ότου ήλθε στην εξουσία ο Άτταλος Α΄ ο οποίος και χρησιμοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του θησαυρού αυτού για να την εξωραΐσει. Το έργο συνέχισε ο διάδοχός του Ευμένης ο Β΄ ο οποίος έχτισε ένα πλήθος ναών και δημόσιων κτιρίων και ανάμεσά τους τον περίφημο βωμό της Περγάμου.
Η Πέργαμος, όταν καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, έγινε το μεγαλύτερο εμπορικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας. Η βιβλιοθήκη της ήταν από τις μεγαλύτερες του κόσμου, αλλά ο Αντώνιος χάρισε τα βιβλία της στη βασίλισσα της Αιγύπτου, την Κλεοπάτρα. Στην Πέργαμο άκμασε και ο διάσημος γιατρός της αρχαιότητας Γαληνός.
Από τα κυριότερα κτίσματα που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη είναι: ο βωμός του Δία με τις περίφημες παραστάσεις της Γιγαντομαχίας, ο ναός της Νικηφόρου Αθηνάς, η βιβλιοθήκη, ο ναός του Τραϊανού, η δημόσια κρήνη, το συγκρότημα των τριών γυμναστηρίων, το ωδείο, το αμφιθέατρο, το ρωμαϊκό θέατρο, το Ασκληπιείο, τα κτίσματα της αγοράς κ.α.
Κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, η πόλη της Περγάμου αποτέλεσε την έδρα της "Μεραρχίας Αρχιπελάγους". Στις 22 Αυγούστου του 1922, η Πέργαμος περιήλθε οριστικά στους Τούρκους και όσοι από τους κατοίκους της σώθηκαν, κατέφυγαν οριστικά πρόσφυγες στην Ελλάδα.

APRIL - Pergamon

Δελφίνι

A historic city of Asia Minor, capital of the kingdom of Pergamon, built in the fertile valley of Teuthrania, between the Selinounta and Kitio rivers, tributaries of the Caicus river. Its name, according to one tradition, comes from Pergamus, son of Neoptolemus and Andromache.
It is a name which means ‘strong fort’. The history of the city essentially begins in 301 B.C. One of the descendants of Alexander the Great, Lysimachus entrusted 9000 talents for safekeeping to the governor of Pergamon, Philetaerus Tiano. He was succeeded by Lysimachus and when Attalus I came to power, he used the greatest portion of this treasure to renew and improve the city. His work was continued by Eumenes II who built many temples and public buildings, among which was the famous Pergamon Altar.
When Pergamon was seized by the Romans, it became the greatest commercial, political and military centre of the Roman province of Asia Minor. Its library was one of the greatest in the world, containing 200.000 volumes which Mark Anthony gave to the queen of Egypt, Cleopatra, as a wedding present. Pergamon was also the place where Galen, the renowned doctor of antiquity, flourished.
Some of the most notable structures revealed during archaeological excavations are the Great Altar of Pergamon dedicated to Zeus featuring the gigantomachy, the public fountain, the Sanctuary of Athena, the library, the Sanctuary of Traianus, the upper and lower agoras, the Roman theatre, the Sanctuary of Asclepius, the Gymnasium complex, the Conservatory, etc. During the expedition of Asia Minor, Pergamon was the headquarters of the Greek “Archipelago division”. On August 22, 1922, the Turkish army seized Pergamon and the surviving Greek citizens fled to Greece as refugees.






ΜΑΙΟΣ - Έφεσος

Δελφίνι

Περίφημη πόλη της Ιωνίας, που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Καϋστρου και νότια της Σμύρνης. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτοι κάτοικοι της Εφέσου ήταν οι Κάρες και οι Λέλεγες, οι οποίοι λάτρευαν στην περιοχή μία θεότητα της Φύσης, προκάτοχο της Εφεσίας Αρτέμιδος. Αργότερα, Ίωνες άποικοι κατέλαβαν την περιοχή, διατηρώντας ωστόσο, τη λατρεία της τοπικής θεότητας, την οποία ονόμασαν Άρτεμη Εφεσία.
Η πόλη είχε στην αρχή ένα μικρό ναό, που αργότερα καταστράφηκε, για να κτιστεί το μεγαλόπρεπο Αρτεμίσιο, που η κατασκευή του κράτησε 120 χρόνια. Ο ναός αυτός, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, ήταν το μεγαλύτερο οικοδόμημα της Ιωνίας. Το ιερό της Αρτέμιδος υπηρετούσαν ιερείς και ιέρειες παρθένοι, που ονομάζονταν Μεγάβυζοι.
Ο ναός καταστράφηκε το 356 π.Χ., ξαναχτίστηκε και τελικά τα μάρμαρά του έγιναν οικοδομικά υλικά για διάφορα βυζαντινά μνημεία. Το 190 π.Χ. η Έφεσος καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι την παραδίδουν στο σύμμαχό τους βασιλέα της Περγάμου, Ευμένη Β’. Όταν ο τελευταίος βασιλέας της Περγάμου, Άτταλος Γ’, κληροδότησε το κράτος του (και την Έφεσο) στους Ρωμαίους, αυτοί την κατέστησαν έδρα της επαρχίας της Ασίας. Στην εποχή του Αυγούστου η Έφεσος γνώρισε μεγάλη ακμή. Πλήθος εμπόρων συνέρρεε εκεί, συντελώντας στην αύξηση της εμπορικής της κίνησης. Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού και η αίγλη που απέκτησε, την κατέτασσαν δεύτερη μεγαλύτερη πόλη μετά την Αλεξάνδρεια.
Κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους, η Έφεσος διατήρησε τη λαμπρότητά της και ιδρύθηκε εκεί χριστιανική εκκλησία, η οποία μετά την τουρκική κατάληψη καταστράφηκε. Στη σύγχρονη εποχή απομένουν μόνο ερείπια της αρχαίας πόλης και του ναού, που τα περισσότερα έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές.

MAY - Ephesus

Δελφίνι

A famed Ionian city situated on the west bank of the Caystrus River and south of Smyrna. According to tradition, the Carian and Lelegian, first inhabitants of the city, worshipped a goddess of nature, predecessor of Artemis of Ephesus. Ionian settlers later took over the site, continuing to worship this local deity, which they called Artemis of Ephesus.
The city had a small temple, which, after being destroyed, was rebuilt as the renowned Temple of Artemis, the construction of which lasted 120 years. This temple was one of the seven wonders of the ancient world and the largest building of Ionia. Attending the temple were priests and virgin priestesses called Megavizi.
The temple was burnt down in 356 B.C. to be restored and destroyed two more times; its stones were eventually used in the construction of other monuments. In 190 B.C. Ephesus was seized by the Romans who handed it over to their ally Eumenes II, king of Pergamon. When his grandson Attalus III died, he left his kingdom and Ephesus to the Roman republic, which made it headquarters of the province of Asia. When Augustus became emperor, Ephesus entered an era of prosperity. It grew into a metropolis and centre of commerce.
The gradual increase of its inhabitants made it second in importance and size only to Alexandria. In the early Christian years, Ephesus retained its splendor and a Christian church was founded there which did not survive the Turkish occupation. Today, only ruins of the ancient city and temple remain, most of which have come to light from archaeological excavations.






ΙΟΥΝΙΟΣ - Αλάτσατα

Δελφίνι

Πάντοτε μέσα στις καρδιές των Μικρασιατών που εκπατρίστηκαν, μα και παντοτινά στους απογόνους των, θα φέγγει η Ιωνική σπίθα που θα κρατεί άσβεστη τη μνήμη. Σ’ εκείνους τους τόπους τους ιερούς κι αλησμόνητους, που χιλιετηρίδες έζησαν γενιές και γενιές με καθαρό Ελληνικό αίμα, πνεύμα και παράδοση, που ρίζες ζωής πολλών αιώνων μιλούν με ευλάβεια για θρησκεία και πατρίδα.
Εκεί και η μικρή πόλη των Αλατσάτων των 19 χιλιάδων κατοίκων, ζούσε κι αναπαυόταν γεμάτη σφρίγος κάτω από τον αρχαίο Ιωνικό ουρανό της. Σημαντική τομή στην ιστορία της πόλης ήταν ο πρώτος διωγμός το Μάιο του 1914. Μετά την ήττα της Τουρκίας στους Βαλκανικούς πολέμους, οι Έλληνες κάτοικοι των Αλατσάτων εκδιώχθηκαν βίαια από τον Οθωμανικό στρατό και στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες των Βαλκανίων. Μετά την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό στις 20 Μαΐου του 1919, σημαντικό μέρος των προσφύγων επέστρεψε σταδιακά ως το 1920, με αποτέλεσμα την ανασυγκρότηση της πόλης, η οποία διακόπηκε όμως εκ νέου μετά την ήττα και την αποχώρηση του Ελληνικού στρατού.
Ο Οθωμανικός στρατός κατέλαβε τα Αλάτσατα το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 1922. Τότε κλήθηκαν όλοι οι άντρες ηλικίας 18-45 ετών να παρουσιαστούν ενώπιον των τουρκικών αρχών ως στρατεύσιμοι και οδηγήθηκαν σε τάγματα εργασίας. Από αυτούς οι περισσότεροι βρήκαν το θάνατο σε τραγικές συνθήκες. Λίγοι ήρθαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, οι επιζήσαντες των αιματηρών γεγονότων εκείνων των ημερών, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, οδηγήθηκαν πεζοί στο λιμάνι του Τσεσμέ και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με ελληνικά πλοία υπό την επιστασία του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.
Η τραγική κατάληξη αυτής της ιστορικής φάσης είχε ως συνέπεια την αιματηρή και τελεσίδικη εκδίωξη των Αλατσατιανών μαζί με όλους τους Έλληνες από τα εδάφη της Μικράς Ασίας.

JUNE - Alatsata

Δελφίνι

The Ionian spark will always shine within the hearts of the expatriates of Asia Minor, keeping their memory alive. The small city of Alatsata, with its population of 19.000 people, thrived under the ancient Ionian sky, in those sacred, unforgettable places where generation upon generation of pure-blooded Greeks lived with theirculture and traditions.
A city where life goes back many hundreds of years, and speaks of religion and homeland. A notable moment in the city’s history is the first persecution in May, 1914. After Turkey’s defeat in the Balkan wars, the Greek inhabitants of Alatsata were driven violently out of their homes by the Ottoman army. These homes were in turn occupied by Muslim refugees of the Balkans. After the city was seized by the Greek army on May 20th, 1919, a large number of refugees slowly started to return until 1920, resulting in the restoration of the city, which, however, stopped after the defeat and withdrawal of the Greek army.
The Ottoman army stormed Alatsata on Saturday, September 3rd,1922. All men aged 18 to 45 were called to present themselves before the Turkish authorities as eligible for military service. They were subsequently led to labour camps where they suffered tragic deaths. Some came to Greece as part of the population exchange.
The remainder of the population, survivors of the bloody events of those days, women, children, and the elderly were marched to the port of Cesme and taken to Greece on Greek ships under the supervision of the American Red Cross. The tragic finale of this historic period resulted in the bloody and final ousting of the people of Alatsata and Greeks from the territory of Asia Minor.






ΙΟΥΛΙΟΣ - Φώκαια

Δελφίνι

Η Φώκαια, παράλια πόλη και λιμάνι της Μ. Ασίας ιδρύθηκε περίπου τον 8ο π.Χ. αιώνα από Έλληνες αποίκους, Ιωνικής προέλευσης. Για την ονομασία της, συνυπάρχουν δύο εκδοχές. Η μια υποστηρίζει πως το όνομά της το πήρε από το ότι πολλοί άποικοι κατάγονταν από τη Φωκίδα, ενώ η άλλη, επειδή η περιοχή αποτελούσε πέρασμα για τις φώκιες της Μεσογείου. Η δεύτερη αυτή εκδοχή ενισχύεται κι από νόμισμα της πόλης, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένο κεφάλι φώκιας.
Κύρια ασχολία των Φωκαέων υπήρξε η ναυτιλία και το εμπόριο. Η περίοδος 605-560 π.Χ. είναι η πιο ένδοξη εποχή της εμπορικής θαλασσοκρατίας για τους Φωκαείς, που διατηρήθηκε μέχρι τον καιρό της βασιλείας του Κροίσου.
Η Φώκαια ήταν απ’ τις πιο μικρές πόλεις της Ιωνίας αλλά η πιο δραστήρια στο εμπόριο και τον αποικισμό, ιδρύοντας ονομαστές αποικίες όπως τη Μασσαλία στη Γαλλία, το Εμπόριον στην Ισπανία, την Ελέα στην Ιταλία κ.α.
Το 1250 ιδρύεται η Νέα Φώκαια λίγο βορειότερα της Παλαιάς, η οποία είναι χτισμένη σε μια μικρή πεδιάδα, με κήπους, αμπέλια, ελαιώνες και με έναν μικρό υπήνεμο όρμο. Το 1821 οι κόλποι της Παλαιάς και της Νέας Φώκαιας χρησίμευσαν ως ορμητήρια στα ψαριανά καράβια, στον αγώνα τους για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Σε απογραφή του 1904 οι κάτοικοι της Π. Φώκαιας υπολογίζονται σε 7.704 από τους οποίους οι 6.300 είναι Έλληνες. Οι χρονολογίες «1914» και «1922» είναι κομβικές για τους Φωκιανούς, αφού τότε το ελληνικό στοιχείο που ουσιαστικά δημιούργησε τις πόλεις της Παλαιάς αλλά και της Νέας Φώκαιας εγκαταλείπει οριστικά τη Μικρασιατική γη.
Σήμερα 90 χρόνια μετά, αρκετοί Φωκιανοί βρίσκονται στη Μυτιλήνη, την Αττική, τη Χαλκιδική, την Κρήτη, το Βόλο, τη Σκάλα Λουτρών και αλλού.

JULY- Phocaea

Δελφίνι

Phocaea, a coastal city and a port of Asia Minor, was founded about the 8th century B.C. by Greek settlers of Ionian origin. There are two versions of the origin of its name. According to the first, the town took its name after the settlers who came from Phokis and according to the second, the town was on the sea route of the Me-diterranean seals (phokia). The head of a seal is portrayed on the town’s coin and that reinforces the second version. Shipping and trading were the Phocaeans’ main activities.
From 605 B.C. to 560 B.C. is the most glorious era of the Phocaean sea dominance that lasted until the reign of King Croesus. Although Phocaea was one of the smallest cities in Ionia it was the most active one in trading and colonization. founding famous colonies like Marseille in France, Emporiae in Spain, Elea in Italy, etc.
New Phocaea was founded in 1250 A.D. to the north of the ancient city. It is built in a small valley and it is full of gardens, vineyards, olive groves and a little lee harbor. During the Greek revolution against the Ottoman occupation in 1821 the bays of Phocaea served as base ports for the boats of Psara in their struggle for liberation. According to the 1904 census the population of Old Phocaea was estimated at 7,704 residents, of whom 6,300 were Greeks.
The years 1914 and 1922 are crucial for the Phocaeans, because it was then that the Greek people who had in fact established the cities of Old and New Phocaea were forced to abandon their homeland in Minor Asia for good. Today, 90 years later, many people of Phocaean descent live in Mytilene, Attica, Chalkidiki, Crete, Volos, Skala Loutron and elsewhere.






ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - Πόντος

Δελφίνι

Πόντος! Εν άστρον φωτεινόν σ’ Ελλενικούς αιώνας.
Αργοναυτών το όρωμαν και τη Ακρίτα κάστρον.
Νύφε ακριβοθώρετος τη Πόντου τη Ευξείνου,
Πυκνέσα δύσσα σα ραςά μάραντα φορτωμένα.
Πόντος! Αγέρας παρχαρί, θύμηρου μυρωδία,
Τη λύρας γλυκολάλεμαν, νερόπα πάντα κρύα.
Πόντος! Η πρώτεσα χαρά μ’, το υστερνόν μ’ ο πόνος.
Αροθυμώ και τραγωδώ, αροθυμώ και κλαίω.
Κι έρθενε χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια
Ο ουρανόν ελίβωσεν, σην γην ποτάμ’ το (γ)αίμαν.
Κ’ εσκώθεν θρήνος θάνατος,
πέρα περού σον Πόντον.
Ξαν κρούγ’νε οι Αγαρηνοί και
καίγ’νε και ρημάζ’νε,
Ο βίον χάται γενεών, ο κόσμον ξεριζούται
Κι ένας λαός πορεύκεται σ’ Αδάμ την εξορίαν.
Αποτελειώνε σον γιαλόν το έργον των Αγαρηνών οι Φραγκολεβαντίνοι
Και κ’ εγροικάς ο άκλερον ποίος τεσόν έν’ ο εχθρόν και ποίος έν’ ο φίλον.
Και σην Ελλάδαν έρθαμε ρίζα ‘μουν προαιώνιον πατρίδα τη πατρίδας.
Και ξαν πουλί μ’ ασ’ήν αρχήν χτίζομεν το γεφύριν.
Σα μαύρα τα χαλάσματα άθα και μανουσάκια.
Την γήν κατατρυπαίνομεν μ’ αλέτριν και χορόν,
Τον ήλιον ξαν σα χέρα ‘μουν αγαπεμέν κρατούμεν
Και μ’ έναν στόμαν, μ’ έναν ψήν και νούν βροντολαλούμεν
ΠΟΝΤΟΣ! ‘εν’ άστρον φωτεινόν
Ο ψε, σήμερον και πάντα.

AUGUST - Pontos

Δελφίνι

Pontos! Its is a bright star in Greek centuries… (poem in Pontiac dialect).

Pontiac is one of the Greek dialects that are closely related to ancient Greek. Today, although a whole century has passed since the Pontiac Hellenism had to be expatriated, the Pontiac dialect is alive in many parts of Greece, and especially in Macedonia, where many pure-blooded Pontiacs live. The Pontiac dialect comes from the ancient Ionian one, mainly because of the origin of the colonies of Pontos from the Ionic Militos.
The influences during 26 centuries of life there come from the Coine of the Hellenistic times and from the Byzantine Coine of the Middle Age. This dialect has also been influenced by the Genovese and the Venetian people of Trapezounta, as well as by the Persians, the Georgians and of course by the Turks. It is worth noting that despite all those mixtures with foreign words the Pontiac dialect managed to integrate all of them in the morphological system of the Greek language.
In metropolitan Greece, the Pontiacs, up to one and a half million today, are progressive and hard-working, and have a great culture. They manage to save their traditions, their ancient Greek dialect, their songs and dances and they pass them on to the next generations.






ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - Ίμβρος

Δελφίνι

Δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί, πως μια και μόνη υπογραφή είναι ικανή να αφανίσει έναν πληθυσμό δεκαπέντε χιλιάδων χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά, χωρίς να χυθεί σταγόνα αίματος. Περισσότερη δυσκολία περιέχει η προσπάθεια να αντιληφθεί πως αυτός ο αφανισμός συντελέστηκε με την «εκκωφαντική» σιωπή και αδράνεια του επίσημου προστάτη αυτού του πληθυσμού.
Ίμβρος και Τένεδος. Αγκάθια στο Αρχιπέλαγος, αγκάθι και μαύρος αχινός καρφωμένα βαθιά στη φτέρνα της συνείδησης του επίσημου ελληνικού κράτους. Μια ένοχη εθνική σιωπή και δυο ακόμα χαμένες Πατρίδες. Ένα καταποντισμένο κομμάτι του Ελληνισμού, βυθισμένο στις εσχατιές της συλλογικής μνήμης, περιστοιχισμένο από διπλωματικές ήττες, πολιτικά εγκλήματα, κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξευτελισμό των διεθνών συνθηκών, έτσι όπως αυτές ορίζονται και υπογράφονται από το «δίκιο των δυνατών», για να μεταβάλλονται σε άχρηστα κουρελόχαρτα την επομένη της υπογραφής.
Εκεί στην είσοδο του μυθολογικού αχού της Έλλης, με τις ερινύες και τις ενοχές κέρβερους, να διαταράσσουν τον ύπνο το βαθύ της μητέρας Πατρίδας και να υπενθυμίζουν αθετημένα πρωτόκολλα και υποχρεώσεις. Ίμβρος και Τένεδος, δύο ελληνικά νησιά απελευθερωμένα το 1912 μαζί με τα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους και για δέκα ολόκληρα χρόνια υπό ελληνική επικυριαρχία.
Παραχωρήθηκαν με τη συνθήκη της Λωζάννης, στην Τουρκία, τον Οκτώβριο του 1923. Μια συνθήκη πρωτοποριακή για την εποχή της, που προστάτευε τα δικαιώματα του γηγενούς πληθυσμού και που με την επαύριο άρχισε συστηματικά να παραβιάζεται. Και η μητέρα Ελλάδα όχι μόνο δεν τίμησε την υπογραφή της και δεν προστάτεψε τους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, αλλά σιώπησε και τους εγκατέλειψε σε έναν συστηματικό αφανισμό, σε μια τραγική μοίρα.

SEPTEMBER - Ίμβρος

Δελφίνι

It is difficult to imagine that one mere signature is capable of annihilating a popu-lation of fifteen thousand people without even a gunshot or a drop of blood. It is even harder to believe that this extermination took place under the “deafening” silence and inaction of this population’s official defender. Imvros and Tenedos, two thorns in the Archipelagos, like a black sea-urchin pricking the conscience of the official Greek state. A guilty national silence and two more “Lost Homelands”.
A wrecked part of the Greek nation, erased from everyone’s memories, having passed through diplomatic defeats, political crimes, obvious violations of human rights and humiliation of international treaties, as they are set and signed by “the law of the strong”, to be turned into useless pieces of paper the very next day. There in the region where the Furies and the Guilts stood as strict guards to disturb the peace of the Mother Land and reminders of violated protocols and obligations.
Imvros and Tenedos, two Greek islands liberated in 1912 along with the other islands of Archipelagos, were under Greek dominion for 10 years.
They were granted to Turkey under the Lausanne Convention in October 1923; a pioneer treaty at that time, which protected the rights of native population but which was systematically violated the very next day. Unfortunately mother Greece neither honored its signature nor protected the Greeks of Imvros and Tenedos, but hushed and abandoned them in systematic annihilation, in a tragic fate.






ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - Τένεδος, η "Λεύκοφρυς"

Δελφίνι

Η Τένεδος, παρά τη μικρή της έκταση, έχει αξιόλογη ιστορία. Τένεδος ονομάστηκε προς τιμήν του βασιλιά της Τέννη, ενώ στην αρχαιότητα ονομαζόταν Λεύκοφρυς. Μνημονεύεται δε, τόσο από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, όσο και από το Βιργίλιο στην Αινειάδα. Η σημαντική θέση της στην ιστορία οφείλεται στη στρατηγική της τοποθεσία, απέναντι από την Τρωική ακτή. Αποτέλεσε βάση ανεφοδιασμού των Ελλήνων κατά τον Τρωικό πόλεμο.
Το 492-479 κυριεύτηκε από τους Πέρσες για να περάσει διαχρονικά από τα χέρια Ελλήνων, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Γενοβέζων και Οθωμανών Τούρκων. Το 1912, το ελληνικό ναυτικό υπό το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη την απελευθέρωσε. Με τη συνθήκη όμως της Λωζάνης η Τένεδος μαζί με την Ίμβρο παραχωρήθηκαν οριστικά στην Τουρκία.
Στην Τένεδο όπου υπάρχει μόνο ένα ομώνυμο χωριό, ως το 1922 λειτουργούσαν δύο ελληνικά σχολεία, το αρρεναγωγείο ή αγορίσιο και το «Πηνελόπειο» παρθεναγωγείο που εγκαινιάστηκε το 1883. Το 1952, όταν καταργείται ο νόμος 1151 που απαγόρευε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων, δημιουργείται η «Αστική σχολή Τενέδου» η οποία κλείνει μετά το 1964 όταν επιδεινώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τα ανασταλτικά μέτρα που ακολούθησαν, ανάγκασαν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν το νησί και να διασκορπιστούν σε διάφορες κατευθύνσεις προς την Ελλάδα, Αυστραλία, Αμερική, Γαλλία, Καναδά και Γερμανία.
Από τους 1750 Έλληνες που ζούσαν στην Τένεδο το 1964, απέμειναν ελάχιστοι, γύρω στους 45, εκ των οποίων τέσσερα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να διδαχθούν την ελληνική γλώσσα.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - Tenedos the “White-browed”

Δελφίνι

Tenedos, despite its small area, has a remarkable history. Tenedos was named after its king, Tennis, while in ancient years it was called Lefkofris (i.e. white-browed). It is also mentioned by Homer in Iliad as well as by Virgil in Eniad. Its important role in history is due to its strategic location, opposite the Trojan coast. During the Trojan War it was a base for the ammunition replenishment of the Greek army.
From 492 to 479 B.C. Tenedos was conquered by the Persians and diachronically has also been dominated by the Greeks, Romans, Byzantines, Genoas and Ottoman Turks. It was liberated in 1912 by the Greek navy under the leadership of admiral Pavlos Kountouriotis. But by the Treaty of Lausanne Tenedos and Imvros were finally granted to Turkey. On Tenedos there is only one village having the same name. Until 1922 there were two Greek schools, the boys’ school and the “Penelopio” girls’ school which was opened in 1883.
In 1952, when Law 1151 prohibiting the existence of Greek schools was abolished, the “Urban School of Tenedos” was founded. It closed after 1964 when the Greek-Turkish relations worsened. The restraining measures that followed forced the Greeks to abandon the island and disperse in various directions towards Greece, Australia, America, France, Canada and Germany.
From the 1,750 Greeks who lived on Tenedos in 1964, only a small number of approximately 45 people remained, among them four children who do not have the opportunity to learn the Greek language.






ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - Πριγκιποννήσια

Δελφίνι

Τα Πριγκιποννήσια είναι ένα σύμπλεγμα νησιών στη Θάλασσα του Μαρμαρά, νότια της Κωνσταντινούπολης, το οποίο αποτελείται από 4 μεγάλα νησιά (Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος) και 5 μικρότερα (Πίτα, Νέανδρος, Οξειά, Πλάτη, Αντιρόβυθος).
Αυτά μνημονεύονται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Αριστοτέλη με το όνομα «Χαλκηδόνιοι νήσοι» ή «Δημόνησοι», από το όνομα κάποιου Δημόνησου, ο οποίος πρώτος κατεργάστηκε τον υποθαλάσσιο χαλκό, που ανέσκαπταν απ’ τον παρακείμενο βυθό. Τα νησιά αυτά αποτέλεσαν από νωρίς τόπο εξόρυξης χαλκού, που ήταν πολύτιμο μετάλλευμα εκείνα τα χρόνια, από αποίκους Μεγαρείς, Αιολείς και Μιλησίους.
Η σημερινή ονομασία προήλθε από την εποχή που το μεγαλύτερο νησί υπήρξε ιδιοκτησία του βυζαντινού πρίγκιπα Ιουστίνου Κουροπαλάτη, στα 569 μ.Χ., ο οποίος έκτισε και ανάκτορο σε αυτό. Έκτοτε το νησί ονομάστηκε «Νήσος του Πρίγκηπος» και κατ' επέκταση τα γύρω νησιά «Πριγκιπόννησα». Πλήθος πριγκίπων και βυζαντινών αξιωματούχων κατέφευγαν στα ειδυλλιακά αυτά νησιά για ξεκούραση και συλλογισμό.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 είχε τις δυσάρεστες επιπτώσεις της και στους Έλληνες των Πριγκιποννήσων, ιδίως όμως μετά το 1955 το πογκρόμ κατά των ελληνικών περιουσιών της Πόλης που συνέβη τότε σήμανε την αρχή του τέλους. Ακολούθησαν οι απελάσεις της δεκαετίας του '60. Η αίσθηση ανασφάλειας των υπολοίπων τους οδήγησε σε σταδιακή αναχώρηση, συχνά χωρίς τη διασφάλιση της ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας τους. Τη θέση τους πήραν μέτοικοι από τα βάθη της Μικρασίας, κυρίως Κούρδοι και Λαζοί.
Σήμερα από τους 20.000 μόνιμους κατοίκους ελάχιστοι είναι Ρωμιοί. Σημαντικού ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου στην Πρίγκιπο και η Μονή της Αγίας Τριάδας στη Χάλκη, στην οποία στεγαζόταν και η φημισμένη Θεολογική Σχολή.

NOVEMBER - Prinkiponissia

Δελφίνι

Prinkiponissia are a group of nine islands in Marmaras Sea, to the south of Istanbul. They consist of four larger islands (Proti, Antigoni, Halki, Prinkipos) and five smaller ones (Pita, Neandros, Oxia, Plati, Antirovithos). These islands were firstly mentioned in the 4th century B.C. by Aristotle with the name “Halkidonian Islands” or “Demonisi” named after someone called Demonisos who was the first to process the undersea copper which was dug up from the sea bed of the area.
From the very beginning these islands had been the place where settlers from Megara, Aeolida and Militos dug out copper which was a precious ore at that time. A Byzantine prince, Ioustinos Kouropalatis, used to own the biggest island in 569 A.D, and built a palace on it. Since then the island was named “the island of the Prince” (Prinkiponissos) and the islands around it “Prinkiponissia”. Many princes and Byzantine officials used to resort on these romantic islands for rest and meditation.
The disaster in Minor Asia in 1922 had its side effects on the Greeks who lived in Prinkiponissia, but things became even worse after 1955 when the violent attacks against the Greek properties in Istanbul at that time were the beginning of the fall. The deportation of the 60’s followed. The sense of insecurity made them leave, usually without even ensuring the ownership of their properties. Emigrants from the inland of Minor Asia, coming mainly from Kurdistan and Lazoi took their place.
Nowadays only a few from the 20,000 permanent residents are Greeks. The monastery of St. George in Prinkipos and the monastery of the Holy Trinity in Halki, in which there used to be the famous Theological School, are of great Greek interest.






ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - Κωνσταντινούπολις

Δελφίνι

Ήταν κάποτε εκεί πέρα, πηγή λαών και χρόνων, στην άκρη της Θράκης, στο άγγιγμα της Μ. Ασίας. Εκεί στον «απεναντίον των τυφλών» τόπο, στη χώρα του μυθικού Μεγαρέα οικιστή Βύζαντα, στο Βυζάντιο.
Εκεί «εις την Πόλιν» τη χτισμένη πάνω σε επτά λόφους, «εις την Πόλιν την επτάλοφο». «Εις την Πόλιν» την Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που στους κόλπους της συντελέστηκε το αμάλγαμα του κλασικού πνεύματος με τον Χριστιανισμό για να διαμορφωθεί το ανθρωπιστικό ιδανικό, το θεμέλιο της σκέψης ολόκληρου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Για σένα μιλάω Κωνσταντινούπολη, που ούτε το όνομά σου πια δεν αναγνωρίζεις. Για σένα που γεννήθηκες 330 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, πλημμυρισμένη από μοσχομυριστά θυμιάματα του μέλλοντος, που προοιώνιζαν δόξες ασίγαστες για χίλια και βάλε, χρόνια. Ήταν θέλημα Θεού όμως, όπως είπαν, να ακουσθεί η μητέρα όλων των κραυγών:
«Εάλω η Πόλις».«Η Πόλη έπεσε». Κραυγή φρίττουσας ψυχής.
Αποτρόπαια κραυγή, πληγής χαίνουσας της ψυχής μας, των αχράντων μας απάντων, στον αιώνα των αιώνων. Από τότε στις 29 Μαϊου του άραχλου 1453Βλέπεις ακόμα τη νύχτα, βλέπεις τη φρίκη, βλέπεις το ποτάμι από Τούρκους, ορδές λιμασμένες, συνωθούμενες, να σκαρφαλώνουν στα ιερά τείχη, να χύνονται… αλαλάζοντας, πλημμυρίδα απίστων και κύματα να ορμούν στην Πόλη της Παρθένου Παναγιάς, την Πόλη της Σοφίας του Θεού, την Πόλη των Πόλεων «πασών κεφαλή», την Κωνσταντινούπολη!

DECEMBER - Constantinople

Δελφίνι

There stood sometime somewhere in the spring of peoples and ages at the side of Thrace where it touches Minor Asia, where the Greek nation being withdrawn from the foreground of History for centuries laid down its hopes and ardent pledging a new outset, an uplift similar to the one in the past in sky-high glory. There in the homeland of the legendary Byzas, Byzantium.
There, stood Constantinople, “Polis”, the capital city of the Byzantine Empire, built on seven hills. Among its bosom the medley of the classical spirit as well as Christianity came true and as a result the humanitarian aspiration and the foundation of the whole European civilization gained substance.
I’m talking about you, Constantinople, you don’t even recognize your own name, born 330 years after Christ’s birth, swamped by scented balsam that augured the glorious route for the coming one thousand years. But it seems it was God’s will to fall on May 29, 1453. Hordes of barbarians overwhelmed the castle towers and the city was flooded with blood, pain and disaster.